απονίπτω

απονίπτω
κ. -νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. -νίζω)
ξεπλένω
νεοελλ.
λούζω κάποιον σε τακτή μέρα
αρχ.
1. αφαιρώ με πλύσιμο
2. (-ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπονίπτω — ἀπονίζω wash off pres subj act 1st sg ἀπονίζω wash off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονίβω — βλ. απονίπτω …   Dictionary of Greek

  • απονίζω — βλ. απονίπτω …   Dictionary of Greek

  • απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • προαπονίζω — Α προαπονίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπονίζω, άλλος τ. τού ἀπονίπτω] …   Dictionary of Greek

  • προαπονίπτω — ΜΑ νίβω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπονίπτω «πλένω, ξεπλένω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαπονίζω — Α αρχίζω να καθαρίζω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπονίζω, άλλος τ. τού ἀπονίπτω «πλένω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”