- απονίπτω
- κ. -νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. -νίζω)ξεπλένωνεοελλ.λούζω κάποιον σε τακτή μέρααρχ.1. αφαιρώ με πλύσιμο2. (-ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον»).
Dictionary of Greek. 2013.